εὔγνωστον

εὔγνωστον
εὔγνωστος
well-known
masc/fem acc sg
εὔγνωστος
well-known
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εύγνωστος — εὔγνωστος, ον (Α) 1. πολύ γνωστός, οικείος 2. ευδιάκριτος, σαφής («εὔγνωστον... πότερος ἡμῶν ἔσθ ὁ πονηρός», Δημοσθ.). επίρρ... εὐγνώστως με σύνεση …   Dictionary of Greek

  • προτάσσω — ΝΑ, και αττ. τ. προτάττω Α [τάσσω] 1. θέτω, τοποθετώ μπροστά, προτείνω (α. «προτάξαμε τα στήθη μας» β. «προετάξαντο τῆς φάλαγγος τοὺς ἱππέας» τοποθέτησαν τους ιππείς μπροστά από τη φάλαγγα, Ξεν.) 2. τάσσω κάτι στην αρχή, πριν από κάτι άλλο (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”